- μεταφρίσσω
- μεταφρίσσω (Α)1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταφρίξαντες — μεταφρίσσω get a chill aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)